23/3/2020
Μία εβδομάδα είναι πολύς χρόνος στην πολιτική, είχε πει ο Εργατικός πρωθυπουργός της Βρετανίας Χάρολντ Γουίλσον στην οικονομική πολιτική, σε περιόδους ακραίας κρίσης, είναι μια αιωνιότητα. Η περασμένη εβδομάδα δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς όσον αφορά την αποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών θεσμών να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Η καταλυτική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τα μεσάνυχτα της Τετάρτης «σταμάτησε την ελεύθερη πτώση», όπως το θέτει ευρωπαϊκή πηγή, δίνοντας και πρακτικά το πράσινο φως στα κράτη-μέλη (μετά την έγκριση των ευρωπαϊκών θεσμών) να δαπανήσουν ό,τι χρειαστεί για να αμβλύνουν την επερχόμενη ύφεση.
Αλλά το χάσμα μεταξύ των οπαδών της ενοποίησης, με επικεφαλής τη Γαλλία, και του στρατοπέδου της ατομικής ευθύνης (Γερμανία) παραμένει, απομακρύνοντας το ενδεχόμενο ριζοσπαστικών πρωτοβουλιών. Στο Eurogroup της Δευτέρας εκφράστηκαν προθέσεις για «χρήση όλων των αναγκαίων εργαλείων» για τη διαχείριση της κρίσης. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), δήλωσε ότι θα εξετάσει τρόπους με τους οποίους ο ESM μπορεί να στηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία. Αλλά δεν υπήρξε απόφαση επ’ αυτού – ούτε κάποια ουσιαστικά νέα πρωτοβουλία. Ίσως η σημαντικότερη πτυχή του κοινού ανακοινωθέντος ήταν η θετική στάση των υπουργών Οικονομικών απέναντι στην ενεργοποίηση της ρήτρας γενικής εξαίρεσης του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ουσιαστικά την αναστολή του), επιτρέποντας έκτακτες δαπάνες για την καταπολέμηση της κρίσης. Την Τρίτη, μετά τη δεύτερη σύνοδο κορυφής δια τηλεδιάσκεψης σε δύο εβδομάδες, δημιουργήθηκε έξαψη με δημοσιογραφικές αναφορές σε πρόταση για την έκδοση ευρωομολόγων (corona bonds), την οποία η καγκελάριος Μέρκελ έδειξε να μην απορρίπτει. Ως γερμανική κόκκινη γραμμή καθ’ όλη τη διάρκεια της ευρωκρίσης, το ενδεχόμενο διάβασης του συγκεκριμένου Ρουβίκωνα γέννησε μεγάλες προσδοκίες. Ωστόσο η κ. Μέρκελ δεν συνηθίζει να απορρίπτει εκ πρώτης όψεως προτάσεις με τις οποίες διαφωνεί. Γερμανικές κυβερνητικές πηγές τη μέρα μετά την τηλεδιάσκεψη επιβεβαίωναν όσους είδαν με σκεπτικισμό τις διαρροές περί αλλαγής της γερμανικής στάσης: «Η βάση για τις περαιτέρω εργασίες των υπουργών Οικονομικών είναι το ανακοινωθέν του Eurogroup στις 16 Μαΐου», σημείωναν. «Τα ευρωομόλογα δεν ήταν μέρος αυτού του ανακοινωθέντος. Η γνωστή θέση της καγκελαρίου για τα ευρωομόλογα δεν έχει αλλάξει».
Εν τω μεταξύ, στην τηλεδιάσκεψη της Τρίτης, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ήταν ξεκάθαρη: Η ευρωζώνη αντιμετωπίζει μια «άνευ προηγουμένου» κατάσταση, είπε στους ηγέτες των «27», καθώς τα spreads απογειώνονται. Στην τακτική συνέντευξη Τύπου στις 12.3, η Λαγκάρντ είχε δηλώσει ότι «δεν είναι ο ρόλος» της κεντρικής τράπεζας «να μειώνει τα spreads» των ομολόγων των κρατών-μελών. Η δήλωση είχε προκαλέσει οργή στην Ιταλία και αναστάτωση στις αγορές – τόσο που η πρόεδρος της ΕΚΤ αναγκάστηκε να ανασκευάσει λίγη ώρα αργότερα.
Στη δική του παρέμβαση στην τηλεδιάσκεψη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέμεινε να συμπεριληφθεί η Ελλάδα σε οποιοδήποτε νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων – κάτι στο οποίο δεν έφερε αντίρρηση κανένας άλλος ηγέτης. Ωστόσο, η απόφαση για το νέο πρόγραμμα δεν είχε ληφθεί ακόμη. Την Τετάρτη, το σφυροκόπημα στις αγορές κορυφώθηκε, με βετεράνους της ευρωκρίσης να μιλούν για συνεδρίαση εξίσου ζοφερή με τις χειρότερες μέρες της. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, προκλήθηκε νέα αναταραχή –και αύξηση των ιταλικών spreads– από τη δήλωση του Αυστριακού κεντρικού τραπεζίτη πως η νομισματική πολιτική «έχει φτάσει στα όριά της». Στην ΕΚΤ σήμανε συναγερμός. Η τηλεδιάσκεψη του διοικητικού συμβουλίου διήρκεσε τρεις ώρες. Οι συνήθεις ύποπτοι –Γερμανία και ειδικά η Ολλανδία– κατέθεσαν τις ενστάσεις τους για το νέο πρόγραμμα και ειδικά για την κατάργηση του ορίου του 33% στις αγορές ομολόγων ανά κράτος-μέλος. Τελικά, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, ανακοινώθηκε το Pandemic Emergency Purchase Programme ή PEPP, ύψους 750 δις ευρώ, με την αγορά κρατικών (συμπεριλαμβανομένων και ελληνικών) αλλά και εταιρικών ομολόγων για όλη τη διάρκεια του 2020 ή και πέραν αυτού αν χρειαστεί.
Στην ανακοίνωση σημειωνόταν ότι τα όρια ανά κράτος-μέλος που έχουν επιβληθεί στις αγορές κρατικών ομολόγων ενδέχεται να αρθούν εάν φανεί ότι δυσχεραίνουν την αποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος. Εκπρόσωπος της Bundesbank δήλωσε στην «Κ» ότι «στην παρούσα συγκυρία προέχει να δράσουμε αποφασιστικά και από κοινού, όχι να αναδείξουμε διαφορετικές οπτικές».
Για τον Γιάκομπ Κίρκεγκααρντ του Peterson Institute for International Economics ήταν η ιδανική απάντηση στην κατάρρευση των αγορών. Η πανδημία «είναι μια εξωγενής κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, άρα δεν τίθεται θέμα ηθικού κινδύνου, άρα τα εργαλεία διαχείρισης κρίσεων του ESM αλλά και το OMT (πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, που προϋποθέτει πρόγραμμα προσαρμογής) είναι ακατάλληλα», εξηγεί. Επιπλέον, «σε αντίθεση με τον Ντράγκι, η Λαγκάρντ έχει εταίρους στη μάχη για τη μακροοικονομική σταθεροποίηση, καθώς τα κράτη-μέλη θα προχωρήσουν σε σημαντικές δημοσιονομικές δαπάνες». Ο Μουτζτάμπα Ραχμάν της Eurasia Group αναδεικνύει την απαισιόδοξη όψη. Η παρέμβαση της ΕΚΤ, λέει, «καθιστά τη λήψη συντονισμένης δημοσιονομικής δράσης σε επίπεδο ευρωζώνης, π.χ. μέσω του ESM, πολύ λιγότερο πιθανή. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για την έκδοση ευρωομολόγων».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου