Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Πώς η ΕΚΤ επιχειρεί να διασώσει εκ νέου την ευρωζώνη


23/3/2020

Του Πάνου Τσολάκογλου και Αποστόλη Φιλιππόπουλου*

Οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών για τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην οικονομική ανάπτυξη διαρκώς μεταβάλλονται προς το χειρότερο καθώς ανακοινώνονται νέα επιδημιολογικά ευρήματα. Ήδη οι τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πιθανολογούν ότι η Ευρωπαϊκή οικονομία θα γνωρίσει ύφεση κατά το τρέχον έτος, ενώ ορισμένοι οίκοι εκτιμούν ότι οι συνέπειες της πανδημίας στην παγκόσμια οικονομία μπορεί να είναι ακόμα πιο σοβαρές από αυτές της κρίσης που ξεκίνησε με την κατάρρευση της Lehman Brothers.

Οι αρνητικές συνέπειες προέρχονται τόσο από την πλευρά της προσφοράς (π.χ. μείωση βιομηχανικής παραγωγής λόγω διαταραχών στις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής) όσο και από την πλευρά της ζήτησης (π.χ. μείωση ζήτησης για υπηρεσίες τουρισμού και μεταφορών). Η κυβέρνηση έχει ήδη εξαγγείλει ποικίλα μέτρα στήριξης της οικονομίας και είναι πιθανόν να υιοθετήσει και άλλα στο άμεσο μέλλον και ορθώς πράττει.

Επιπρόσθετα, οι δημόσιες δαπάνες αυξάνουν λόγω των αυξημένων αναγκών δημόσιας υγείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Το φυσιολογικό ερώτημα που τίθεται είναι πως θα χρηματοδοτηθούν αυτά τα μέτρα.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η νέα κρίση εμφανίστηκε μόλις η οικονομία είχε αρχίσει να ανακάμπτει από μία βαθιά δεκαετή κρίση και βρίσκει τη χώρα με περιορισμένα δημοσιονομικά αποθέματα.

Ο κλασσικός τρόπος χρηματοδότησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι μέσω δανεισμού από τις αγορές. Όμως, εδώ πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Το δημόσιο χρέος βρίσκεται ήδη στο 175% του ΑΕΠ και η αναμενόμενη ύφεση θα μειώσει τον παρονομαστή και θα αυξήσει περαιτέρω το κλάσμα. Ευτυχώς, στη συγκεκριμένη συγκυρία, όπου αναμένεται ότι όλες οι χώρες θα προβούν σε παρόμοιες αυξήσεις δαπανών και δανεισμού, τα επιτόκια δανεισμού της χώρας μας πιθανότατα δεν θα αυξηθούν υπερβολικά.

Ένας εναλλακτικός τρόπος δανεισμού είναι από την κεντρική τράπεζα. Αυτό είναι πιο σύνθετο και νομίζουμε ότι δεν είναι ευρέως κατανοητό. Η νομισματική πολιτική μπορεί, κάτω από προϋποθέσεις, να βοηθήσει την οικονομία και ταυτόχρονα την κυβέρνησή της μέσω χαμηλών επιτοκίων (που λίγο ή πολύ στην περίπτωση των περισσοτέρων κεντρικών τραπεζών έχουν ήδη εξαντληθεί) και μέσω της λεγόμενης ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Η τελευταία σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα δανείζει την κυβέρνηση, τις ιδιωτικές τράπεζες και απευθείας τις επιχειρήσεις.

Αυτό ακούγεται ωραίο, αλλά το ερώτημα είναι πως η κεντρική τράπεζα μπορεί να χρηματοδοτήσει αυτά τα δάνεια. Από το 2008, αυτό έχει γίνει με μια τεράστια αύξηση της ποσότητας χρήματος (ή, πιο αυστηρά μιλώντας, με την ηλεκτρονική δημιουργία καταθέσεων στους λογαριασμούς των κυβερνήσεων, των ιδιωτικών τραπεζών και των επιχειρήσεων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών). Τι σημαίνει αυτό; Ουσιαστικά, σημαίνει ότι οι υποχρεώσεις και ο κίνδυνος μεταφέρονται στις κεντρικές τράπεζες. Μπορεί όμως μια απλή μεταφορά υποχρεώσεων και κινδύνου από ένα οικονομικό φορέα στον άλλο να βοηθήσει την πραγματική οικονομία; Εμπειρικές μελέτες απαντούν καταφατικά (με την προϋπόθεση ότι ο πληθωρισμός δεν ανέρχεται, δεν χάνεται η εμπιστοσύνη στο νόμισμα, κλπ) και επίσης δείχνουν ότι η βοήθεια είναι πιο αποτελεσματική όταν οι κεντρικές τράπεζες δανείζουν τον ιδιωτικό τομέα παρά την κυβέρνηση και όταν ταυτόχρονα η κυβέρνηση ακολουθεί και αυτή επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Βεβαίως, η πολιτική αυτή δεν βοηθά όταν κάποια στιγμή τα επιτόκια αρχίζουν να αυξάνονται – αναγκαίο για την ενθάρρυνση της αποταμίευσης. Όλα αυτά ισχύουν και για την ΕΚΤ.

Με δεδομένους τους παραπάνω περιορισμούς, σε άμεση συνεργασία με την ΕΕ και την ΕΚΤ, πρέπει να αναζητηθεί ένα ρεαλιστικό και αξιόπιστο μείγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που θα ξεπερνά τα εθνικά σύνορα. Η πανδημία είναι διεθνής, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των χωρών και οι συνακόλουθες εξωτερικότητες είναι τεράστιες, και άρα και τα μέτρα πρέπει να είναι επίσης διεθνή. Μια επεκτατική πολιτική (δημοσιονομική και νομισματική) είναι αναγκαία. Το ίδιο αναγκαία ήταν η επεκτατική πολιτική και το 2008, όμως αυτή τη φορά το πρόβλημα είναι συμμετρικό και αφορά εξίσου όλες τις χώρες. Άρα, η ανάγκη για διεθνή και ευρωπαϊκή συνεργασία και από κοινού αντιμετώπιση είναι μεγαλύτερη από ποτέ.

Οι κινήσεις που γίνονται από τις εθνικές κυβερνήσεις, την ΕΕ και την ΕΚΤ είναι στη σωστή κατεύθυνση. Στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής, είναι αυτονόητο ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν είναι ρεαλιστικοί, τουλάχιστον για φέτος. Στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής, το νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που ανακοινώθηκε από την ΕΚΤ είναι αναγκαίο και είναι πολύ θετικό ότι αυτή τη φορά συμπεριλαμβάνει και την Ελλάδα. Όμως, ή άρση των δημοσιονομικών περιορισμών και η νομισματική ποσοτική χαλάρωση από μόνες τους δεν θα είναι αρκετές για την χρηματοδότηση της δημοσιονομικής στήριξης και τόνωσης που απαιτούνται. Με δεδομένο ότι, καλώς ή κακώς, τα περιθώρια δανεισμού που έχουν τα περισσότερα κράτη-μέλη δεν είναι μεγάλα σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία, η ίδια η ΕΕ πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία. Η χρηματοδότηση των αυξημένων δημοσιονομικών αναγκών των καρτών-μελών από την ΕΕ απαιτεί την άμεση έκδοση ευρωομολόγου και, όταν περάσει η μπόρα, νέοι κανόνες μπορούν να σχεδιαστούν για το μέλλον. Αν η Ευρώπη δεν δείξει συνοχή και αποφασιστικότητα τώρα, πότε θα το κάνει;

* Οι κ. Πάνος Τσακλόγλου και Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου