24/6/2020
Οπως και οι προηγούμενες κρίσεις της διεθνούς οικονομίας, έτσι και η πανδημία του κορωνοϊού εξώθησε τις ανεπτυγμένες οικονομίες και τις αντίστοιχες κεντρικές τράπεζες σε μια ευρεία γκάμα μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης. Ενδεικτικά, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ υποσχέθηκε απεριόριστες αγορές κρατικών ομολόγων, καθώς και επισφαλών περιουσιακών στοιχείων. Από την άλλη πλευρά, η ΕΚΤ επεξέτεινε σε εμβέλεια και σε χρόνο το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ώστε να στηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία.
Σε αντίθεση όμως με κάθε προηγούμενη κρίση, η ανταπόκριση των αναπτυσσόμενων οικονομιών ήταν ασυνήθιστη, καθώς εφάρμοσαν πρωτοφανή μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στα χτυπήματα του κορωνοϊού. Μιμούμενες τις τακτικές των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, οι τράπεζες των αναδυόμενων αγορών έχουν προβεί σε αντίστοιχες κινήσεις.
Για παράδειγμα, από την επέλαση της πανδημίας, η Νότια Κορέα και το Ισραήλ έχουν υιοθετήσει προγράμματα αγοράς ομολόγων. Είχαν άλλωστε εφαρμόσει αντίστοιχα προγράμματα κατά την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ωστόσο, κατά την κρίση του κορωνοϊού υπήρξαν και νέες προσθήκες στον κατάλογο των χωρών που εφάρμοσαν μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης: η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Μαλαισία, οι Φιλιππίνες και η Ινδονησία εγκαινίασαν αντίστοιχα προγράμματα, ώστε να προστατεύσουν τις οικονομίες τους από τον αντίκτυπο του κορωνοϊού.
Σύγκλιση
Στη λίστα προστέθηκαν επίσης η Τουρκία και η Νότιος Αφρική, οι οποίες όμως, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. «Βρισκόμαστε σε μια νέα περίοδο λήψης αποφάσεων στις αναδυόμενες οικονομίες», τόνισε ο Πράμολ Ντάβαν της Pimco. «Οι αναδυόμενες οικονομίες συγκλίνουν με τις ανεπτυγμένες όσον αφορά το νέο έκτακτο οπλοστάσιο πολιτικής», σημείωσε ο ίδιος μεταξύ άλλων.
Σίγουρα όμως υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των προγραμμάτων που υιοθετούν οι ανεπτυγμένες και οι αναδυόμενες οικονομίες. Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης στις αναδυόμενες οικονομίες είναι πολύ μικρότερα σε εμβέλεια. Εκτός αυτού, τα επιτόκια δανεισμού έχουν θετικό πρόσημο, ενώ δεν τίθεται πλαφόν στις αγορές ομολόγων. Επίσης, διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τους βασικούς στόχους που θέτουν.
Αφενός στις ανεπτυγμένες οικονομίες ο στόχος είναι κατά κύριο λόγο η χαλάρωση των νομισματικών συνθηκών και η τόνωση της οικονομίας. Αφετέρου οι αναδυόμενες οικονομίες εφαρμόζουν τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης με πρωταρχικό στόχο να προστατεύσουν τις εγχώριες αγορές ομολόγων.
Η Σαμάλια Καν, υψηλόβαθμο στέλεχος της Alliance Bernstein, σχολίασε στους Financial Times πως αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, καθώς τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης είναι περιορισμένα. Ενδεικτικά, οι αγορές των αναδυόμενων οικονομιών από την επέλαση του κορωνοϊού ισοδυναμούν με το 1% έως 2% του ΑΕΠ τους. Η Πολωνία αποτελεί εξαίρεση, διότι η αξία του προγράμματος αγοράς ομολόγων αντιστοιχεί στο 4,3% του ΑΕΠ της. «Εάν ισοδυναμούσαν με το 5% ή το 10% του ΑΕΠ, τότε θα έμπαιναν στη ζώνη κινδύνου», τόνισε στους Financial Times ο Παντχράικ Γκάρβεϊ της ING, σημειώνοντας πως υπάρχει η πιθανότητα υποτίμησης των νομισμάτων.
Η Καν προσέθεσε πως οι ανησυχίες θα αυξηθούν σε βάθος χρόνου, εάν οι χώρες χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας, που αντιμετωπίζουν περισσότερα οικονομικά προβλήματα, αυξήσουν τις αγορές ομολόγων. Σύμφωνα με τους Financial Times, οι επενδυτές δεν ανησυχούν ιδιαίτερα για την υποτίμηση των νομισμάτων και την επακόλουθη αύξηση του πληθωρισμού, διότι ούτως ή άλλως η ζήτηση για καταναλωτικά προϊόντα έχει υποχωρήσει εξαιτίας της πανδημίας. Αντιθέτως, ανησυχούν για τη ραγδαία επιδείνωση όσων αναδυόμενων οικονομιών έχουν μεγάλα χρέη σε ξένα νομίσματα. Προβλέπεται πως τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα θα αυξηθούν κατακόρυφα εξαιτίας των μέτρων στήριξης των οικονομιών τους. «Υπάρχει ο κίνδυνος ότι, σε άγνωστη στιγμή, θα κυριαρχήσει ο φόβος δημοσιονομικής απειθαρχίας, πληθωρισμού και κεφαλαιακών εκροών», σύμφωνα με αναλυτές της JP Morgan.
Ο Σέργκι Λανάου, υψηλόβαθμο στέλεχος στο Ινστιτούτο Διεθνών Χρηματοοικονομικών, σχολίασε στους Financial Times πως οι χώρες με αξιόπιστες και ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες, για παράδειγμα η Χιλή ή όσες βρίσκονται στην Ανατολική Ευρώπη, θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν καλύτερα αυτές τις πιέσεις, διότι δεν θα επιτρέψουν τη διοχέτευση υπερβολικών και μη βιώσιμων κρατικών δαπανών.
Είναι αδύνατο να εκτιμηθούν από τώρα οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι, σημείωσε στους Financial Times ο Ντραούσιο Γκιακομέλι, υψηλόβαθμο στέλεχος της Deutsche Bank στη Νέα Υόρκη. Όχι μόνον επειδή η κρίση βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά επίσης διότι οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να προσαρμόζουν τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. «Η ημέρα της κρίσης δεν είναι τώρα που έχει καταρρεύσει η ζήτηση. Θα επέλθει όταν η κατάσταση εξισορροπηθεί», σχολίασε χαρακτηριστικά στη βρετανική εφημερίδα ο Γκιακομέλι.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου