Του Σάββα Γ. Ρομπόλη
Οι δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης αποδεικνύουν ότι η ύφεση (-25%) και η ανεργία (28%) στην Ελλάδα δεν αποτελούν παράπλευρες απώλειες της οικονομικής κρίσης. Αντίθετα, συνιστούν αναμενόμενα αρνητικά αποτελέσματα των ασκούμενων πολιτικών, οι οποίες ουσιαστικά μεταφέρουν τους πόρους της οικονομίας στο έλλειμμα και το χρέος.
Οι επιλογές αυτές στέρησαν τη ελληνική οικονομία από πόρους για επενδύσεις, ανάπτυξη και απασχόληση. Τροφοδότησαν μια αργή και βασανιστική για τους πολίτες αποκλιμάκωση του ελλείμματος (λήψη μέτρων λιτότητας 63 δις ευρώ για μείωση του δημόσιου ελλείμματος κατά 28 δις ευρώ). Παράλληλα, η πτώση (2009-2013) των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στα επίπεδα του 1994, δημιούργησαν ανησυχητικές συνθήκες αποεπένδυσης, με την έννοια της απώλειας σημαντικού τμήματος του παραγωγικού δυναμικού της ελληνικής οικονομίας (το 10% της απώλειας του 25% του ΑΕΠ οφείλεται στην αποεπένδυση).
Πρόσφατη έρευνα της IMD (Καθημερινή 22/5/2014), η οποία αναφέρεται στο 2013, εμφανίζει πολύ απογοητευτικά και συνάμα ανησυχητικά ευρήματα. Η Ελλάδα ανάμεσα σε εξήντα άλλες χώρες διεθνώς κατατάσσεται στη 57η θέση ως προς την ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, σχεδόν όλοι οι θεσμικοί της δείκτες βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις.
Σύμφωνα με την έρευνα η κατάσταση αυτή, μεταξύ άλλων, οφείλεται στην ανεργία, την αποεπένδυση και τη δημοσιονομική ‘αβεβαιότητα’. Η έρευνα καταλήγει ότι, μεταξύ άλλων, η ανασυγκρότηση και η αναδιάρθρωση του εγχώριου παραγωγικού συστήματος, με άξονα τη μεταποιητική δραστηριότητα και την υλοποίηση δράσεων καινοτομίας είναι η πρόκληση του μέλλοντος για την ανάπτυξη.
Με άλλα λόγια, όσο αποδομείται και απαξιώνεται το παραγωγικό και τεχνολογικό υπόβαθρο της ελληνικής οικονομίας, τόσο θα σπανίζει η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας θα καθυστερεί. Αυτό σημαίνει ότι η θεσμική υποβάθμιση της εργασίας και των μισθών, εκ του αποτελέσματος, επιδείνωσε τους όρους κατανομής των πόρων και διεύρυνε τις ανισορροπίες και τις αντιφάσεις στην αγορά εργασίας.
Η κατάσταση αυτή, επιδείνωσε δραματικά την απασχόληση παρά την εξαφάνιση των λεγόμενων «δυσκαμψιών» (ρυθμίσεις) της αγοράς εργασίας καθυστερώντας την έξοδο από την κρίση.
Αυτό σημαίνει την εγκαθίδρυση της στρατηγικής της ισομερούς ανάπτυξης μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την οργανική ενότητα των πολιτικών απασχόλησης με τις ανάγκες της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της αναπτυξιακής πολιτικής στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές χώρες της ΕΕ, απαιτείται για την ενδυνάμωση των ρυθμών ανάπτυξης αναδιάρθρωση του χρέους, ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας από την ΕΚΤ, άμεση σύζευξη της επενδυτικής προτεραιότητας στις αναπτυξιακές, κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες με την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την αύξηση του εισοδήματος. Σύνδεση των δημόσιων χρηματοπιστωτικών πολιτικών και των ιδιωτικών επενδύσεων με την διάρθρωση του παραγωγικού συστήματος της χώρας και του πλέγματος των αλληλεξαρτήσεων των ηγετικών και συμπληρωματικών κλάδων παραγωγής αλλά και ΜΜΕ επιχειρήσεων για τη βραχυπρόθεσμη αύξηση της απασχόλησης.
Έτσι, δημιουργούνται οι αναγκαίες συνθήκες μεταμόρφωσης και ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, οι οποίες αναμένεται να δημιουργήσουν, σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, τις νέες προκλήσεις, όχι μόνο του παρόντος αλλά πολύ περισσότερο του μέλλοντος.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου