29/7/2014
Ελάχιστο το οικονομικό όφελος από την εικοσαετή συμμετοχή της Ελλάδας στην Κοινή Αγορά, σύμφωνα με μελέτη του γερμανικού ιδρύματος Bertelsmann. Αιτία, ο χαμηλός βαθμός ενσωμάτωσης και η κρίση.
Όλα αυτά για 70 ευρώ; Μόλις εβδομήντα ευρώ ήταν το ετήσιο όφελος που είχε ένας Ελληνας πολίτης από τη συμμετοχή της χώρας μας στην ενιαία αγορά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Το εντυπωσιακό συμπέρασμα, που εγείρει τεράστια ερωτήματα για την ορθότητα της επιλογής προσανατολισμού της χώρας μετά τη μεταπολίτευση, συνάγεται από μελέτη που πραγματοποίησε πρόσφατα για λογαριασμό του γερμανικού ιδρύματος Bertelsmann η εταιρεία οικονομικών ερευνών Prognos.
Θεωρία και πράξη
Η μελέτη εξετάζει τα οικονομικά οφέλη που αποκόμισαν 14 χώρες της Ε.Ε. από τη συμμετοχή τους στην κοινή αγορά. Μια αγορά, η οποία πρέσβευε την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, ανθρώπων και κεφαλαίων και είχε στόχους το γκρέμισμα των εμπορικών φραγμών μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., να καταστήσει τις εισαγωγές φτηνότερες και να τονώσει έτσι την αγοραστική δύναμη των πολιτών.
Και με αυτόν τον τρόπο να επιτρέψει στις επιχειρήσεις να παράγουν περισσότερο για τη μεγαλύτερη αγορά και να μειώσουν τις τιμές τους λόγω της μαζικότερης παραγωγή τους. Βασικός στόχος αυτής της ενιαίας αγοράς ήταν βέβαια και η μεγαλύτερη οικονομική ευημερία για τους πολίτες.
Όμως κάτι τέτοιο δεν προέκυψε για τους περισσότερους Ελληνες. Η μελέτη δείχνει ότι η Ελλάδα ήταν από τις ελάχιστες μεταξύ των 14 χωρών που στην εικοσαετία 1992-2012 δεν κατάφερε να ωφεληθεί σημαντικά από τη συμμετοχή της στην ενιαία αγορά και να έχει υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα χάρη στην ευρωπαϊκή της ολοκλήρωση.
Ενώ το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γερμανίας ήταν το 2012 2,3% ή 680 ευρώ υψηλότερο απ’ ό,τι αυτό θα ήταν χωρίς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στη Δανία ήταν αντίστοιχα 2% ή 720 ευρώ υψηλότερο και στην Αυστρία 1,4% ή 450 ευρώ υψηλότερο, το αντίστοιχο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν αντίθετα 1,3% ή 190 ευρώ χαμηλότερο.
Ακόμη, ενώ από τη συμμετοχή της στην κοινή αγορά η Γερμανία κατάφερε να αυξάνει μεταξύ 1992 και 2002 το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της κατά μέσο όρο 450 ευρώ τον χρόνο, η Δανία πέτυχε αντίστοιχα να το αυξάνει κατά 500 ευρώ τον χρόνο και η Αυστρία κατά 280 ευρώ, η Ελλάδα είδε τη μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της να αυξάνεται μόλις κατά 70 ευρώ, όσο δηλαδή η Ισπανία, ενώ η Πορτογαλία ακόμη χαμηλότερα, μόλις 20 ευρώ. Επίσης, ενώ μεταξύ 1992 και 2012 η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συντέλεσε σε μέση αύξηση του γερμανικού ΑΕΠ κατά 37 δισ. ευρώ ετησίως, η αντίστοιχη αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ ήταν μόλις 800.000 ευρώ τον χρόνο.
Αιτία των απογοητευτικών επιδόσεων τόσο της Ελλάδας όσο και των υπόλοιπων χωρών του Νότου είναι ο χαμηλότερος σε σχέση με τις χώρες του Βορρά βαθμός ενσωμάτωσης στην ενιαία αγορά της Ε.Ε. Παράγοντας που, όπως διαπιστώνει η μελέτη, καθορίζει την ανάπτυξη μιας οικονομίας της Ε.Ε. σε αυτήν την εικοσαετία.
Στον πάτο
Στον σχετικό πίνακα η χώρα μας πιάνει πάτο μεταξύ των 14 χωρών και είναι η μοναδική που ο σχετικός δείκτης ενσωμάτωσης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εμφανίζεται να υποχωρεί αντί να αυξάνεται μεταξύ 1992 και 2012.
Για την ακρίβεια, ο δείκτης αυτός σημείωνε άνοδο μεταξύ 1992 και 2009 (από 56,7 σε 64,2 μονάδες). Σε αυτήν την άνοδο οφείλεται άλλωστε και η ετήσια αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος κατά 70 ευρώ. Μετά το 2009 όμως ο δείκτης καταρρέει, όπως άλλωστε και όλοι οι οικονομικοί δείκτες (στις 33,9 μονάδες).
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου