20/11/2011
Του Τασου Καλανδρακη*
Η συμμετοχή της Ελλάδας στη νομισματική ένωση της Ευρώπης αποτέλεσε σχεδόν ομόφωνη επιδίωξη της ελληνικής δημόσιας πολιτικής. Οι εξελίξεις των τελευταίων δύο ετών έχουν θέσει σε αμφισβήτηση αυτήν την επιλογή. Με αυτό το άρθρο θα επιχειρήσω να αντικρούσω αυτήν την επιχειρηματολογία.
Πρώτα, η αλλαγή νομισματικής ισοτιμίας δεν θα φέρει από μόνη της μακροχρόνια ανταγωνιστικότητα στην ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα ήταν για δεκαετίες πρωταθλήτρια στις υποτιμήσεις με μηδαμινό κέρδος. Η ανταγωνιστικότητα είναι δομικό χαρακτηριστικό της οικονομίας και στην περίπτωση της Ελλάδας απαιτεί αλλαγές, πολλές αντιδημοφιλείς, είτε έχουμε ευρώ είτε έχουμε δραχμή. Με δεδομένη την επικρατούσα τάση στην ελληνική δημόσια πολιτική, η επιστροφή στη δραχμή θα πρότεινε την «ευκολία» της υποτίμησης έναντι των δομικών μεταρρυθμίσεων που οδηγούν στην ανταγωνιστικότητα.
Επιπλέον, η νομισματική αστάθεια που συνεπάγεται η υιοθέτηση της δραχμής μειώνει την ανταγωνιστικότητα. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να πληρώνουν ασφάλιστρα ενάντια στον κίνδυνο αλλαγής ισοτιμίας και η χώρα θα είναι έρμαιο των απότομων αλλαγών στους όρους εμπορίου (π.χ., πετρελαϊκές κρίσεις). Η νέα δραχμή θα αντιμετώπιζε μεγαλύτερο κίνδυνο υποτιμητικής κερδοσκοπίας από την παλαιά δραχμή, καθώς τα διεθνή κερδοσκοπικά κεφάλαια έχουν τώρα πολλαπλασιαστεί σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας μας. Τέλος, είναι λάθος να βεβαιώνουμε ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να μεγεθύνεται μέσα στη Ζώνη του Ευρώ. Οταν αρθεί η αβεβαιότητα στις αγορές και εμπεδωθούν οι αναγκαίες δομικές αλλαγές, η ανάπτυξη θα επιστρέψει στην Ελλάδα ταχύτερη απ' ό, τι πριν την κρίση.
Με την επιστροφή στη δραχμή η περιουσία όλων θα μειωθεί αυτόματα κατά το μέγεθος της υποτίμησης (κατά πολλούς τουλάχιστον 50%). Η μείωση αυτή θα συνοδεύεται από εξίσου σκληρή λιτότητα γιατί δεν θα πάψει η ανάγκη για μηδενικό πρωτογενές έλλειμμα. Η αλλαγή νομίσματος θα επιφέρει επίσης διαλυτικά φαινόμενα στην παραγωγή γιατί (παρά τη λιτότητα) έχουμε ακόμα σημαντικό έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου και για κάποιο διάστημα θα αδυνατούμε να καλύψουμε πλήρως τις ανάγκες σε συνάλλαγμα για την αγορά εισαγόμενων πρώτων υλών. Η έντονα εποχική διάρθρωση του εξωτερικού μας εμπορίου περιπλέκει τα πράγματα. Η πλειοψηφία του συναλλάγματος έρχεται το καλοκαίρι με τον τουρισμό, αλλά οι επιχειρήσεις μας τότε μπορεί να αδυνατούν να παρέχουν υπηρεσίες ποιότητας λόγω αδυναμίας εισαγωγών. Εάν, π. χ., ανέβει σημαντικά η τιμή του πετρελαίου τον επερχόμενο χειμώνα ή άνοιξη, τότε αντιμετωπίζουμε καταστροφικών διαστάσεων αποδιοργάνωση της παραγωγής.
Η επιστροφή στη δραχμή θα συνοδεύεται και από μονομερή στάση πληρωμών στους πιστωτές μας με όρους που θα επιβάλλουμε εμείς. Αυτό όμως το πιθανό δημοσιονομικό κέρδος είναι αμφίβολο. Το επίσημο χρέος (δάνεια ΔΝΤ, Ε. Ε., ΕΚΤ) ανέρχεται τώρα σε σημαντικό ποσοστό του συνολικού χρέους και θα αποπληρωθεί σε ευρώ (δηλαδή θα υπερδιπλασιαστεί γιατί θα χρησιμοποιούμε υποτιμημένες δραχμές). Το εσωτερικό χρέος (τράπεζες, ασφαλιστικά Ταμεία) είναι αντιστοίχου μεγέθους. Μεγάλο μέρος αυτού μπορεί μεν να το χρεωθούν οι Ελληνες «τραπεζίτες» (μαζί με τους δημόσιους οργανισμούς που κατέχουν τραπεζικές μετοχές), ωστόσο μαζική αρνητική επίπτωση θα υποστεί και όλη η οικονομία με την επακόλουθη καθίζηση της ρευστότητας.
Η επιστροφή στη δραχμή θα ήταν μία υπεκφυγή, μία ακόμα -φαινομενικά μόνο φθηνή- άρνηση των υποχρεώσεών μας. Το μεγαλύτερο ίσως κόστος μιας τέτοιας μεταστροφής είναι πολιτικό, καθώς θα ενέτεινε την περιθωριοποίηση της χώρας και θα ενίσχυε τις δυνάμεις που τη σπρώχνουν σε μια ιδιότυπη πορεία απομόνωσης.
* Ο κ. Τάσος Καλανδράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Rochester.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου