15/3/2015
Με έξι χρόνια καθυστέρηση η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε την περασμένη Δευτέρα το δικό της πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Η ΕΚΤ πέρασε τον Ρουβίκωνα της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής παρά την εντονότατη αντίδραση του Βερολίνου, που θεωρεί ότι οι μαζικές αγορές κρατικών ομολόγων θα περιορίσουν την πίεση που ασκείται στις κυβερνήσεις ώστε να υιοθετήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης αναμένεται να ωφεληθούν σε σημαντικό βαθμό από το τύπωμα νέου χρήματος. Όχι όμως η Ελλάδα, ούτε η Κύπρος, αλλά ούτε και άλλες μικρές οικονομίες της Ευρωζώνης. Αυτές οι χώρες θα αποκομίσουν έμμεσα οφέλη από την ποσοτική χαλάρωση.
Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αποτελεί ίσως το τελευταίο όπλο της ΕΚΤ στην προσπάθειά της να ενισχύσει την οικονομία και τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης. Από μια άποψη η ΕΚΤ «διορθώνει» την απόκλιση στο κόστος δανεισμού μεταξύ των κρατών-μελών που προκάλεσε η κρίση δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης και η συμφωνία Μέρκελ - Σαρκοζί το 2010 στην Ντοβίλ περί συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στις αναδιαρθρώσεις χρέους. Οι μαζικές αγορές κρατικών ομολόγων προκαλούν γενικευμένη μείωση του κόστους του χρήματος σε μια οικονομία, αρχικά για το Δημόσιο και στη συνέχεια για τον ιδιωτικό τομέα.
Παράλληλα, το τύπωμα νέου χρήματος (μέσω του οποίου αγοράζονται τα κρατικά ομόλογα) προκαλεί την εξασθένηση του ευρώ που έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 12 ετών έναντι του δολαρίου. Ηδη οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων όλων των κρατών-μελών της ευρωζώνης, πλην της Ελλάδας, έχουν υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Το μεγάλο ατού του προγράμματος που παρουσίασε η ΕΚΤ είναι ότι δεν έχει ημερομηνία λήξης, αλλά θα ολοκληρωθεί όταν πειστεί η ΕΚΤ ότι ο πληθωρισμός επιστρέφει προς τον στόχο του 2%. Ένα μεγάλο μειονέκτημα της ποσοτικής χαλάρωσης ευρωπαϊκού τύπου είναι ότι οι αγορές ομολόγων θα γίνουν με βάση το ποσοστό κεφαλαίου που κατέχει κάθε χώρα στην ΕΚΤ. Αυτομάτως ευνοούνται οι μεγάλες οικονομίες. Γενικότερα δε από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας θα ευνοηθούν πρωτίστως οι μεγάλες εξαγωγικές οικονομίες της Ευρωζώνης. Γιατί όμως μένουν ουσιαστικά εκτός προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης η Ελλάδα και η Κύπρος, παρόλο που είναι οι δύο χώρες με τη μεγαλύτερη ανάγκη για τόνωση της οικονομίας τους; Η ΕΚΤ όρισε ότι δεν θα μπορεί να αγοράσει περισσότερο από το 33% από τα κρατικά ομόλογα υπό διαπραγμάτευση των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Αυτομάτως αποκλείεται η Ελλάδα εξαιτίας των κρατικών της ομολόγων που είχε αγοράσει η ΕΚΤ το διάστημα 2011-2012. Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι θέσπισε τον κανόνα του 33% ώστε να μην υπάρξουν στρεβλώσεις στην αγορά ομολόγων. Μπορεί να είχε και πολιτικό κίνητρο, δηλαδή να διατηρήσει την πίεση προς την Ελλάδα για συνέχιση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Ο κ. Ντράγκι δήλωσε την προηγούμενη Τετάρτη ότι «οι αγορές ομολόγων ίσως να προστατεύουν τις χώρες της Ευρωζώνης από τη μετάδοση» της ελληνικής κρίσης.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του προγράμματος
Η ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης, η αξιοπιστία της ΕΚΤ και του προέδρου της Μάριο Ντράγκι και οι σχέσεις με τη Γερμανία θα εξαρτηθούν το επόμενο διάστημα σε σημαντικό βαθμό από την επιτυχία της ποσοτικής χαλάρωσης. Η «Κ» επιχειρεί να σκιαγραφήσει τα βασικά χαρακτηριστικά του προγράμματος που ίσως κρίνει το μέλλον της Ευρωζώνης.
– Τι είναι η ποσοτική χαλάρωση (QE);
– Πρόκειται για τη μαζική αγορά κρατικών ομολόγων και άλλων περιουσιακών στοιχείων από την κεντρική τράπεζα. Οι κεντρικές τράπεζες αναγκάζονται να καταφύγουν σε αυτό το μέτρο τόνωσης της οικονομίας όταν εξαντλήσουν τα περιθώρια μείωσης των βασικών επιτοκίων δανεισμού. Στην πραγματικότητα τυπώνουν νέο χρήμα το οποίο διαθέτουν για τις αγορές ομολόγων.
– Τι περιλαμβάνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ;
– Το συνολικό μέγεθος του προγράμματος θα ανέλθει σε τουλάχιστον 1,1 τρις ευρώ ή σε αγορές κρατικών ομολόγων ύψους 60 δις ευρώ τον μήνα μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2016. Ωστόσο, ο κ. Ντράγκι έχει δηλώσει ότι το πρόγραμμα θα λήξει όταν ο πληθωρισμός τείνει να επιστρέψει κοντά στο 2% που είναι ο στόχος της ΕΚΤ. Οι αγορές θα περιλαμβάνουν κυρίως κρατικά ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης, αλλά και ομόλογα που έχουν εκδώσει ευρωπαϊκοί θεσμικοί οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, συνολικού ύψους περίπου 850 δις ευρώ. Οι κεντρικές τράπεζες θα αγοράσουν επίσης ομόλογα του ιδιωτικού τομέα, κυρίως καλυμμένα ομόλογα και δευτερευόντως τιτλοποιημένα δάνεια.
– Ποιος είναι ο στόχος της ΕΚΤ;
– Ο στόχος είναι διττός. Αφενός να ενισχυθεί ο πληθωρισμός από το -0,3% τον Φεβρουάριο του 2015 κοντά στο 2% που είναι ο επίσημος στόχος της ΕΚΤ. Η ύπαρξη αρνητικού ή έστω πολύ χαμηλού πληθωρισμού θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα φαύλο κύκλο μείωσης της κατανάλωσης των επενδύσεων και του ΑΕΠ. Παράλληλα, ο χαμηλός πληθωρισμός επιδεινώνει τη βιωσιμότητα του χρέους κρατών και επιχειρήσεων διότι ο πληθωρισμός μειώνει το μέγεθος του χρέους και ο αποπληθωρισμός το αυξάνει. Ο δεύτερος στόχος της ΕΚΤ είναι η τόνωση της οικονομίας.
– Πώς λειτουργεί στην πράξη η ποσοτική χαλάρωση;
– Γενικά η ποσοτική χαλάρωση οδηγεί σε μείωση των επιτοκίων δανεισμού, ωφελώντας τους δανειολήπτες. Η ΕΚΤ ελπίζει ότι το πρόγραμμα θα πυροδοτήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση που στο τέλος θα ενισχύσει τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη. Η μαζική ζήτηση για κρατικά ομόλογα που προκαλεί η κεντρική τράπεζα αυξάνει την τιμή τους και συνεπώς μειώνει την απόδοσή τους με προφανές δημοσιονομικό όφελος για τα κράτη. Αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις οι επενδυτές στρέφονται σε πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις, όπως κρατικά ομόλογα χαμηλότερης πιστοληπτικής αξιολόγησης, εταιρικά ομόλογα και μετοχές. Οι τράπεζες που κατέχουν μεγάλο ύψος κρατικών ομολόγων βλέπουν το χαρτοφυλάκιό τους να ενισχύεται, ενώ έχουν και την ευκαιρία να πουλήσουν ομόλογα αποκομίζοντας κέρδος και απελευθερώνοντας πόρους που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να αυξήσουν τον δανεισμό προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Οι δε εταιρείες χάρη στο χαμηλότερο κόστος του χρήματος μπορούν να προχωρήσουν σε επενδύσεις και σε προσλήψεις προσωπικού. Η αύξηση του δανεισμού προς την πραγματική οικονομία και η αύξηση της απασχόλησης ενισχύουν την κατανάλωση, τον πληθωρισμό και τα εταιρικά κέρδη και τελικά το ΑΕΠ μαζί με τα φορολογικά έσοδα.
Η αχίλλειος πτέρνα
– Ποια είναι η «αχίλλειος πτέρνα» του ευρωπαϊκού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης;
– Κακή εντύπωση προκάλεσε σε αναλυτές και επενδυτές η απόφαση της ΕΚΤ να μη μοιραστεί το όποιο ρίσκο από τις αγορές κρατικών ομολόγων. Η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι το 80% των αγορών ομολόγων θα γίνει από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, οι οποίες θα αγοράζουν ομόλογα του «δικού» τους κράτους. Το υπόλοιπο 20% των αγορών θα γίνει από την ίδια την ΕΚΤ. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η ΕΚΤ δεν ανέλαβε η ίδια το ρίσκο για την άσκηση της νομισματικής της πολιτικής, αλλά το επιμέρισε στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, γεγονός που προκαλεί άβολα ερωτήματα για το κατά πόσον εξακολουθεί να είναι κοινή η άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Η απόφαση της ΕΚΤ είναι το αποτέλεσμα πίεσης που ασκήθηκε κυρίως από τη Γερμανία και παραχώρησης εκ μέρους της ΕΚΤ ώστε να κάμψει τις πολύ έντονες αντιδράσεις της γερμανικής κεντρικής τράπεζας και του Βερολίνου.
Η σύγκρουση με το πολιτικοοικονομικό γερμανικό κατεστημένο
Η κατηγορία ότι ο κ. Ντράγκι καθυστέρησε υπερβολικά να αρχίσει την ποσοτική χαλάρωση στοιχειοθετείται εύκολα από το γεγονός ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης είχε υποχωρήσει στο 0,8% ήδη από τον Ιανουάριο του 2014. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσει κανείς ότι ο κ. Ντράγκι χρειάστηκε να συγκρουστεί σκληρά με το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της Γερμανίας στην προσπάθειά του να πείσει το Βερολίνο για την ανάγκη να προχωρήσει σε αγορές κρατικών ομολόγων. Η σχέση του κ. Ντράγκι με τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ δοκιμάστηκε σοβαρά, με την ντε φάκτο ηγέτιδα της ευρωζώνης να κατηγορεί τον Ντράγκι ότι την πρόδωσε. Παράλληλα διερράγη πλήρως η σχέση του Ντράγκι με τον Γενς Βάιντμαν, κεντρικό τραπεζίτη της Γερμανίας.
Η στιγμή που η κ. Μέρκελ ένιωσε προδομένη ήταν στα τέλη Αυγούστου του 2014, όταν ο κ. Ντράγκι δήλωσε από το ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED) ότι η Γερμανία θα πρέπει να χαλαρώσει τη δημοσιονομική της πολιτική ώστε να ενισχύσει την οικονομία. Μία εβδομάδα αργότερα, τόσο η κ. Μέρκελ όσο και ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τηλεφωνούσαν στον κ. Ντράγκι για να του ζητήσουν εξηγήσεις, έγραψε το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel. Η κ. Μέρκελ φέρεται να ρώτησε τον Ντράγκι αν αποφάσισε να αλλάξει πορεία και να εγκαταλείψει το (γερμανικό) δόγμα της δημοσιονομικής λιτότητας. Ο κ. Ντράγκι υπερασπίστηκε τη θέση του, επαναλαμβάνοντας ότι πρέπει να εναρμονίζεται η δημοσιονομική πολιτική με τη νομισματική ώστε να προκύψει το βέλτιστο αποτέλεσμα για την οικονομία. Όσο ο Ντράγκι συνέχιζε να κινείται προς την ποσοτική χαλάρωση, τόσο επιδεινωνόταν η σχέση του με τον Γερμανό κεντρικό τραπεζίτη. Στην ετήσια συνεδρίαση του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, τον περασμένο Οκτώβριο, οι υπεύθυνοι Τύπου των Ντράγκι και Βάιντμαν ενημέρωσαν ξεχωριστά τους δημοσιογράφους. Ο Ντράγκι απαρίθμησε όλες τις περιπτώσεις (και ήταν πολλές) όπου ο Βάιντμαν αντιτάχθηκε δημοσίως σε μέτρα που έλαβε η ΕΚΤ. Η πλευρά Βάιντμαν κατηγόρησε τον Ντράγκι ότι κρύβει τα σχέδιά του από τους συναδέλφους του και ότι δεν ενδιαφέρεται για την οικοδόμηση συναίνεσης. Το αποκορύφωμα στη σύγκρουση των δύο αντρών ήρθε στα μέσα Οκτωβρίου, όταν σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ Ντράγκι και Βάιντμαν αλληλοκατηγορήθηκαν ότι ο ένας σαμποτάρει ενεργά τον άλλο μέσω του Τύπου. «Η σχέση τους έχει διαλυθεί πλήρως, δεν μπορεί πια να αποκατασταθεί», αποκαλύπτει ανώνυμος αξιωματούχος στο πρακτορείο Reuters.
Λίγες ημέρες αργότερα, η κ. Μέρκελ υπερασπίστηκε δημοσίως την πολιτική Ντράγκι στη συνέντευξη Τύπου μετά τη σύνοδο κορυφής του Οκτωβρίου. Έκτοτε περιορίστηκαν δραστικά τα δημόσια επικριτικά σχόλια του Βάιντμαν. Μέχρι τον Δεκέμβριο οι πάντες ήταν πλέον πεπεισμένοι ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε ποσοτική χαλάρωση. Ο κ. Ντράγκι είχε ήδη αποσπάσει την «ομόφωνη» συναίνεση του Δ.Σ. ότι, αν χρειαστεί, η ΕΚΤ θα πάρει νέα «αντισυμβατικά» μέτρα ώστε να αντιμετωπίσει την υποχώρηση του πληθωρισμού. Μετά τη σύνοδο κορυφής, σε κατ’ ιδίαν συνάντηση Μέρκελ - Ντράγκι η Γερμανίδα καγκελάριος ήταν τόσο οργισμένη ώστε απείλησε πως θα καταφερθεί δημοσίως κατά της πολιτικής της ΕΚΤ, σύμφωνα με πληροφορίες των Financial Times, κίνηση που θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή στις αγορές και θα έπληττε καίρια την αξιοπιστία της ΕΚΤ. Η κ. Μέρκελ δεν πραγματοποίησε ποτέ την απειλή της. Ωστόσο, στις αρχές Ιανουαρίου, κατά την επίσκεψή της στο Λονδίνο, εκμυστηρεύθηκε στον Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον ότι θεωρεί την ποσοτική χαλάρωση «πολύ, πολύ κακή ιδέα». Όπως σε όλες τις διαπραγματεύσεις, κάτι πρέπει να προσφέρεις σε αντάλλαγμα. Και ο κ. Ντράγκι έκανε μια πολύ σημαντική παραχώρηση προς τη Γερμανία όταν δέχθηκε οι αγορές ομολόγων να μη γίνονται απευθείας από την ΕΚΤ, αλλά από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου