5/2/2019
Του Πάνου Τσακλόγλου
Το 2007 η ελληνική οικονομία είχε συμπληρώσει μία δωδεκαετία με μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 1,5% ψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Θα περίμενε κανείς ότι η ανεργία θα βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα. Όμως, με άνεργο το 8,4% του εργατικού δυναμικού, η Ελλάδα είχε το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ε.Ε., τα ποσοστά ανεργίας τόσο των γυναικών όσο και των νέων κάτω των 25 ετών στην Ελλάδα ήταν τα υψηλότερα στην Ε.Ε., ενώ στις μετρήσεις του ΟΟΣΑ η Ελλάδα κατατασσόταν πάντα ανάμεσα στις χώρες με τις πλέον άκαμπτες αγορές εργασίας.
Τρία χρόνια μετά, ξεκινούσε η περίοδος των μνημονίων. Η ελληνική κρίση εμφανίστηκε ως δημοσιονομική κρίση. Όμως, στη ρίζα της ήταν κρίση ανταγωνιστικότητας. Η πτώση της ανταγωνιστικότητας είναι κοινό σημείο όλων ανεξαιρέτως των χωρών που μπήκαν σε μνημόνια. Στην πρώτη δεκαετία της ευρωζώνης το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μας αυξήθηκε ταχύτατα και έφτασε σε δυσθεώρητα επίπεδα. Η αιτία αυτής της επιδείνωσης μπορεί να ανιχνευτεί στη ραγδαία αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος τόσο σε σύγκριση με τις χώρες της ευρωζώνης όσο και με τους εκτός ευρωζώνης εμπορικούς μας εταίρους. Σε μεγάλο βαθμό αυτή η αύξηση μπορεί να αποδοθεί στις διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας, που συμπαρέσυραν ολόκληρη τη μισθολογική κλίμακα. Το 2009 ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος από ό,τι σε όλους τους ανταγωνιστές μας, συμπεριλαμβανομένων και χωρών με πολύ υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπως η Ισπανία.
Επιπροσθέτως, στις σχετικές συγκρίσεις δεν λαμβανόταν υπόψη ότι ο πραγματικός κατώτατος μισθός στη χώρα μας ήταν ακόμα υψηλότερος εφόσον σημαντικός αριθμός ατόμων που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό ελάμβαναν και «τριετίες», ενώ εκτός από τα παραπάνω οι επιχειρήσεις επιβαρύνονταν και με επιδόματα γάμου αλλά και υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Για να κλείσουν τα μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα μνημόνια περιελάμβαναν σειρά διαρθρωτικών αλλαγών για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η απόφαση της χώρας μας να μην αποχωρήσει από το ευρώ συνεπαγόταν ότι για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αντί της εξωτερικής θα βασιζόμασταν σε εσωτερική υποτίμηση. Αυτό, με τη σειρά του, συνεπαγόταν μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Η μείωση αυτή μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας της εργασίας είτε μέσω της περικοπής του ονομαστικού μισθού. Η, ιδιαίτερα επιθυμητή, βελτίωση της παραγωγικότητας είναι μακροχρόνια διαδικασία. Και η Ελλάδα δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου.
Τα δύο πρώτα χρόνια των μνημονίων, παρά τη μεγάλη ύφεση και την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα επηρεάστηκαν ελάχιστα. Στις αρχές του 2012, με την πίεση της τρόικας, αποφασίστηκε η περικοπή του κατώτατου μισθού κατά 22% και η εισαγωγή υποκατώτατου μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών, σε συνδυασμό με σειρά μέτρων που συμπλήρωναν την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Είχαν αυτά τα μέτρα τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα;
Μετά το 2013 υπάρχουν δύο δείκτες που σε όλα σχεδόν τα χρόνια πηγαίνουν καλύτερα από τις προβλέψεις: το πρωτογενές πλεόνασμα και το ποσοστό ανεργίας. Όλοι μιλούν για το πρώτο αλλά κανείς για το δεύτερο. Εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι σε μία σύγχρονη οικονομία με τεχνολογική πρόοδο για να διατηρηθεί το ποσοστό ανεργίας σταθερό απαιτείται οικονομική μεγέθυνση. Στην περίπτωση της Ελλάδας το ΑΕΠ του 2018 βρίσκεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με αυτό του 2013, αλλά η ανεργία μειώθηκε σχεδόν κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό θα πρέπει να αποδοθεί ολοκληρωτικά στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και τη μείωση του εργατικού κόστους που ακολούθησε την περικοπή του κατώτατου μισθού. Ο αντίλογος λέει ότι ναι μεν μειώθηκε η ανεργία, αλλά οι θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν ήταν χαμηλά αμειβόμενες και επισφαλείς. Αυτό είναι σωστό, αλλά θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι η εναλλακτική θα ήταν απλώς η παραμονή σε υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Δυστυχώς, λόγω της παρατεταμένης αβεβαιότητας και του υψηλού κόστους κεφαλαίου, τα τελευταία χρόνια οι καθαρές επενδύσεις στη χώρα μας ήταν αρνητικές, με αποτέλεσμα την καθήλωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η απότομη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% που αποφάσισε η κυβέρνηση κατά πάσα πιθανότητα θα ανακόψει την τάση μείωσης της ανεργίας αλλά και θα αυξήσει την αδήλωτη εργασία, θα συμπαρασύρει το εργατικό κόστος συνολικά, θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα επηρεάσει αρνητικά την τόσο απαραίτητη αύξηση των εξαγωγών.
Φυσικά, οι μισθοί δεν θα πρέπει να παραμείνουν εσαεί σε χαμηλά επίπεδα – κάθε άλλο. Όμως, η αύξησή τους πρέπει να συνοδεύεται με αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ στην παρούσα φάση το πρώτο μέλημά μας πρέπει να είναι η μείωση της ανεργίας. Άλλωστε, η εμπειρία του 1981 είναι διδακτική από αυτή την άποψη. Η πέρα από κάθε λογική αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδήγησαν τη χώρα σε σκληρό πρόγραμμα λιτότητας λίγα χρόνια αργότερα.
Τέλος, λίγα λόγια για τον υποκατώτατο μισθό. Η ανεργία των νέων στη διάρκεια της κρίσης πήρε εφιαλτικές διαστάσεις. Για να γίνει η απασχόλησή τους περισσότερο ελκυστική στους εργοδότες αποφασίστηκε η εισαγωγή του υποκατώτατου μισθού το 2012. Η ύπαρξη υποκατώτατου μισθού δεν είναι συνηθισμένη, αλλά ούτε εντελώς άγνωστη σε άλλες χώρες.
Όμως, η πολιτική αυτή στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν κακοσχεδιασμένη. Ο λόγος που οι εργοδότες δεν προτιμούν νέους έχει να κάνει με τη χαμηλότερη παραγωγικότητά τους λόγω έλλειψης εργασιακής εμπειρίας. Επομένως, ο υποκατώτατος μισθός θα έπρεπε να σχετίζεται με τα πρώτα χρόνια στην αγορά εργασίας και όχι με συγκεκριμένο ηλικιακό όριο. Αν υπάρχουν οι δημοσιονομικές δυνατότητες, προτιμότερη της επιβολής υποκατώτατου μισθού θα ήταν η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας. Παρότι το ποσοστό ανεργίας των νέων μειώθηκε ταχύτερα από το γενικό ποσοστό ανεργίας μετά το 2013, εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι αυτό οφειλόταν κυρίως σε άλλους παράγοντες και όχι στην εισαγωγή του υποκατώτατου μισθού.
* Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου