Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Η Γερμανία δεν κρατά το μαγικό ραβδί για την ευρωζώνη


4/10/2019

Tου Mohamed El-Erian*

Αφόρητες οι πιέσεις στο Βερολίνο, για να προχωρήσει σε πακέτο δημοσιονομικής τόνωσης. Τα τέσσερα επιχειρήματα όσων αντιδρούν. Ποια «ανταλλάγματα» θα πρέπει να εξασφαλίσει.

Τώρα που τα κορυφαία γερμανικά οικονομικά ινστιτούτα έκοψαν τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη, η πίεση βρίσκεται στο Βερολίνο για να υιοθετήσει ένα μεγάλο πακέτο δημοσιονομικής τόνωσης, όχι μόνο για να αποφύγει μια παρατεταμένη ύφεση στη χώρα αλλά και για να τονώσει την περιφερειακή και παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.

Υπάρχουν, όμως, και καλοί λόγοι για το ότι Γερμανοί πολιτικοί αντιστέκονται. Η εύρεση της μελλοντικής πορείας είναι εφικτή, αλλά μια τέτοια δημοσιονομική επέκταση πρέπει να είναι προσεκτικά σχεδιασμένη ώστε να απαντά στις αποδεκτές ανησυχίες τους.

Εκ πρώτης όψεως, τα επιχειρήματα για μεγαλύτερη τόνωση εμφανίζονται ξεκάθαρα. Η οικονομία ήδη συρρικνώνεται και κάποιοι δείκτες υποδεικνύουν ότι αυτό θα χειροτερέψει. Ο πληθωρισμός είναι χαμηλά (1,4%) και πιο πιθανό να υποχωρήσει παρά να αυξηθεί. Υπάρχουν προφανείς ευκαιρίες βελτίωσης της παραγωγικότητας, από τις δαπάνες σε υποδομές έως ένα ακόμα μεγαλύτερο πακέτο που θα στοχεύει στην επίτευξη των στόχων για την κλιματική αλλαγή. Και η χώρα είναι μια από τις πολύ λίγες παγκοσμίως που δεν έχει προβλήματα με υψηλό χρέος και το κόστος εξυπηρέτησής του.

Αυτά τα «εγχώρια» επιχειρήματα ενισχύονται από περιφερειακές και διεθνείς εκτιμήσεις. Η Ευρώπη βραχυπρόθεσμα δεν μπορεί να αντέξει την απώλεια της Γερμανίας ως περιφερειακής ατμομηχανής. Θα είναι ακόμα χειρότερο αν η χώρα γίνει βαρίδι που θα τραβήξει προς τα κάτω τους υπόλοιπους, ειδικά αυτούς με υψηλό χρέος, όπως η Ιταλία.

Μακροπρόθεσμα η υγεία της γερμανικής οικονομίας είναι καθοριστικής σημασίας για την ευημερία της Ευρώπης και το ιστορικό σχέδιο περιφερειακής ολοκλήρωσης. Επιπρόσθετα, η Γερμανία συνεχίζει να έχει ένα από τα μεγαλύτερα πλεονάσματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Υπάρχει μια πολυμερής προσδοκία, αν όχι μια ηθική υποχρέωση, επαναπροσδιορισμού, υπό τον φόβο μήπως αθέλητα συμβάλει στο να σηκώσουν υπέρμετρα βάρη προσαρμογής αδύναμες και ελλειμματικές οικονομίες.

Δεν αποτελεί έκπληξη το ότι η γερμανική δημοσιονομική τόνωση είναι μεταξύ των πρώτων, αν όχι η μοναδική πρόταση ειδικών όταν ερωτώνται πώς θα βοηθηθεί η παγκόσμια οικονομία. Κι όμως, όσο πειστικά και αν μοιάζουν αυτά τα επιχειρήματα, υπόκεινται σε τουλάχιστον τέσσερις σημαντικές επιφυλάξεις.

Πρώτον, η συρρίκνωση του γερμανικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος κρύβει δύο αντικρουόμενες οικονομίες. Από τη μια πλευρά, ο τομέας με εξαγωγικό προσανατολισμό υποφέρει από τη χαμηλότερη παγκόσμια ζήτηση και αβεβαιότητες για το Brexit και τον εμπορικό και τεχνολογικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας. Η κατάσταση έγινε χειρότερη από το γεγονός πως ο μεγάλος τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας υποφέρει από δομικές αλλαγές που σχετίζονται με την ηλεκτροκίνηση και αυτοκινούμενα οχήματα. Από την άλλη, ο τομέας που απευθύνεται στο εσωτερικό, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών, ακόμα ακμάζει, ως αποτέλεσμα της πολύ χαμηλής ανεργίας και των υψηλών ρυθμών αξιοποίησης.

Δεύτερον, τα μαθήματα από χρόνια εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ διδάσκουν ότι η τόνωση δεν είναι αρκετή -και ορισμένοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ούτε καν απαραίτητη- για να αρθούν οι δεσμευτικοί περιορισμοί για καλύτερη οικονομική απόδοση Γερμανίας και Ευρώπης. Τα αρνητικά επιτόκια και η ποσοτική χαλάρωση απέτυχαν να τονώσουν ουσιαστικά τη ζήτηση. Οι σκεπτικιστές φοβούνται αληθινά ότι μπορεί να καταλήξουμε να κάνουμε περισσότερο κακό παρά καλό, ενθαρρύνοντας να ληφθούν εκτεταμένα οικονομικά ρίσκα και στρεβλώνοντας την ευρύτερη κατανομή ενεργητικού, περιλαμβανομένης της στήριξης εταιρειών και δραστηριοτήτων «ζόμπι». Δεν είναι ξεκάθαρο ότι η δημοσιονομική τόνωση θα τα πάει καλύτερα.

Τρίτον, η διατήρηση δημοσιονομικής ευελιξίας εμφανίζεται τώρα περισσότερο ουσιαστική. Η νομισματική πολιτική έχει ξεμείνει από πολεμοφόδια, και έτσι θα χρειαστούμε κάτι άλλο για να αντιμετωπίσουμε μια βαθύτερη οικονομική πτώση αργότερα. Δεδομένου ότι η τόνωση μπορεί να κάνει λίγα για να αντισταθμίσει το αντίκτυπο από την παγκόσμια αβεβαιότητα για το εμπόριο, εμφανίζεται συνετό το να κρατήσουμε προς το παρόν «στεγνό» το δημοσιονομικό μπαρούτι.

Τέλος, η πρόωρη δημοσιονομική τόνωση από τη Γερμανία θα μπορούσε να αποθαρρύνει μεταρρυθμίσεις όχι μόνο άλλων χωρών της ευρωζώνης αλλά και εντός των επιχειρήσεων. Τέτοιες αλλαγές είναι κρίσιμο κομμάτι μιας διαρκούς περιφερειακής ευημερίας.

Αυτές οι αντιρρήσεις, ωστόσο, δεν αθροίζονται στα επιχειρήματα κατά της δημοσιονομικής τόνωσης. Αντίθετα, τονίζουν την ανάγκη να σχεδιαστεί πολύ προσεκτικά. Για να δουλέψει ένα δημοσιονομικό πακέτο πρέπει να εστιάσει σε τομείς που είναι πιο πιθανό να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη, όπως ο εκσυγχρονισμός υποδομών, η ψηφιοποίηση και η βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω μόρφωσης και εκπαίδευσης.

Η κυβέρνηση θα πρέπει να συμπληρώσει το όποιο πακέτο με περαιτέρω προσπάθειες για φιλελευθεροποίηση και μεταρρύθμιση της εγχώριας αγοράς. Η κυβερνητική τόνωση πρέπει να αποφύγει τον ανταγωνισμό με τον ιδιωτικό τομέα και να αφήσει εκτός βιομηχανίες που δεν αντιμετωπίζουν περιορισμούς στη χρηματοδότηση.

Η Γερμανία θα έχει δίκιο να θέσει όρο για τις προσπάθειές της την πρόοδο σε άλλες περιοχές στην Ευρώπη. Άλλα κράτη πρέπει επίσης να βρουν τρόπους να αυξήσουν την ανάπτυξη και να ενισχύσουν την περιφερειακή οικονομία και την χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική.

Όσο δελεαστική και αν φαίνεται, η γερμανική δημοσιονομική τόνωση δεν είναι το «μαγικό ραβδί». Αλλά μπορεί και θα πρέπει να λειτουργήσει ως ένας σημαντικός καταλύτης για μια ευρύτερη προσπάθεια της ευρωζώνης να αντιμετωπίζει τις μακροχρόνιες προσκλήσεις για την υψηλή και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.

* Ο συγγραφέας είναι οικονομικός σύμβουλος της Allianz και εκλεγμένος πρόεδρος του Queens College στο πανεπιστήμιο Cambridge.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου